υφηγητικός

υφηγητικός
-ή, -ό / ὑφηγητικός, -ή, -όν, ΝΑ [ὑφηγητής]
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφηγητή ή στην υφηγεσία
αρχ.
1. ο κατάλληλος να καθοδηγεί, να κατευθύνει
2. φρ. «οἱ ὑφηγητικοι διάλογοι»
(ενν. τού Πλάτωνος) οι ερμηνευτικοί, εξηγητικοί διάλογοι, σε αντιδιαστολή προς τους ζητητικούς (Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
ὑφηγητικῶς Α
με εξηγητικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑφηγητικός — fitted for guiding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφηγητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υφηγητή ή την υφηγεσία (βλ. λ.), που είναι του υφηγητή: Υφηγητικό σύγγραμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑφηγητικωτέρων — ὑφηγητικός fitted for guiding fem gen comp pl ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικόν — ὑφηγητικός fitted for guiding masc acc sg ὑφηγητικός fitted for guiding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικοῖς — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικοί — ὑφηγητικός fitted for guiding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικοῦ — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικωτέροις — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητική — ὑφηγητικός fitted for guiding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικῶς — ὑφηγητικός fitted for guiding adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”