- υφηγητικός
- -ή, -ό / ὑφηγητικός, -ή, -όν, ΝΑ [ὑφηγητής]νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφηγητή ή στην υφηγεσίααρχ.1. ο κατάλληλος να καθοδηγεί, να κατευθύνει2. φρ. «οἱ ὑφηγητικοι διάλογοι»(ενν. τού Πλάτωνος) οι ερμηνευτικοί, εξηγητικοί διάλογοι, σε αντιδιαστολή προς τους ζητητικούς (Διογ. Λαέρ.).επίρρ...ὑφηγητικῶς Αμε εξηγητικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.